
Autor: Tassilon-Stavros
Palimpsesto Alejandrino
++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
DIONISOS, EL SÁTIRO DE NAXOS
++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
Naxos, gleba ígnea. Rizoma de vides y ruta de limonares. Cresta de montes. Costa de olas suaves.
Oteros y ramblas que procrean aceitunas y nueces. Ondas tenues, como cordones de encajes.
Subterráneo sacrosanto, sustento de semillas. Suaves lomas. Oleaje de tierra entre fértiles llanos.
Dionisos, venial y lene. Voluntad intemperante. Ocios festivos entre el huerto cerrado de Naxos.
Grana la uva. Sutilidad del ingenio. Triunfal vestidura que Dionisos tiende junto al fruto de la vid.
Cuadro desenfrenado del sátiro. Acción eurítmica. Tripudio del dios sobre aquel gozo sin fin.
Mielecilla aromática. Esencia misteriosa del vino, música voluble entre las piernas del dios etílico.
Armonía y perfumes de la mies del pámpano. Almizcle agridulce. Escanciada orgía y río mítico.
Danza el hijo de Zeus y Sémele frente a los terrazgos ubérrimos de Naxos. Juguete de las olas.
Playa de voluptuosas Ménades. Ariadne, la hermosa, duerme el sueño de su abandono, a solas.
Hija de Minos. Confines orientales de Creta. Egeo, ruta de su pecado. Mar almenado de deseo.
Proeza del deleite. Propileo nefando del Laberinto, donde palpitó desnudo su héroe Teseo.
Ovillo salvador en el dédalo sibilino. Santuario de holocaustos. Del Minotauro diezmo sagrado.
Diole muerte el rey de Atenas, hijo de Egeo y Etra. Tras ellos truena el intercolumnio murado.
Vanas sutilezas del amor de Teseo. En Naxos, el héroe ateniense a la bella Ariadne abandona.
Y en su playa queda dormida. Perla para quien no la tiene. Súbito clamor que Dionisos entona.
Todo en ella semeja tierno. Ariadne, lumbre de miel, frente a la crin tendida del pacífico oleaje.
Cantan los retóricos. Delirante holgura de todos los encantos. Exenta del misterio de su vasallaje.
Ante Dionisos, el dios etílico, licencioso fiador de Naxos, la hija de Minos prosternóse sollozante.
¡Ah, goce no catado de nuevos perfumes! Y allí mismo la sedujo, como a estrella azul y anhelante.
Naxos, verdoso turbante de lino, que la antorcha del sol devora. Onda que lanza su postrer llanto.
No más este bojear. Matriz y calma inmortal de dos amantes. Campo de olvido. Arpa de mi canto.
+++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++
Διόνυσος, ο Σάτυρος της Νάξου
Νάξος, πύρινο χώμα. Ρίζωμα από αμπέλια και μονοπάτι από λεμονιές. Κορυφογραμμή από βουνά. Ακτή από απαλά κύματα.
Λόφοι και ρεματιές που φυτρώνουν ελιές και καρυδιές. Απαλά κύματα, σαν δαντελένια κορδόνια.
Ιερό υπόγειο, τροφή για σπόρους. Ήπιοι λόφοι. Κύματα γης ανάμεσα σε εύφορες πεδιάδες. Διόνυσος, εύφορος και μελωδικός.
Άκρατη θέληση. Εορταστική αναψυχή ανάμεσα στον περιφραγμένο κήπο της Νάξου.
Τα σταφύλια είναι ώριμα. Λεπτότητα πνεύματος. Θριαμβευτικό ένδυμα που ο Διόνυσος απλώνει δίπλα στον καρπό του αμπελιού.
Αχαλίνωτη ζωγραφική του σάτυρου. Ευρυθμική δράση. Ο τρίποδας του θεού πάνω από εκείνη την ατελείωτη χαρά.
Αρωματικό μελίτωμα. Η μυστηριώδης ουσία του κρασιού, η άστατη μουσική ανάμεσα στα πόδια του θεού του αιθυλίου.
Αρμονία και αρώματα του τρύγου. Γλυκόπικρος μόσχος. Χυμένο όργιο και μυθικό ποτάμι.
Ο γιος του Δία και της Σεμέλης χορεύει μπροστά στις εύφορες αναβαθμίδες της Νάξου. Παιχνίδι των κυμάτων.
Παραλία των αισθησιακών Μαινάδων. Η Αριάδνη, η όμορφη, κοιμάται μόνη της τον ύπνο της εγκατάλειψής της.
Κόρη του Μίνωα. Ανατολικά σύνορα της Κρήτης. Αιγαίο, οδός της αμαρτίας της. Οπισθοδομημένη θάλασσα του πόθου.
Δύναμη της ηδονής. Αχρείο προπύλαιο του Λαβύρινθου, όπου ο ήρωάς της Θησέας πάλλεται γυμνός.
Ένα σωτήριο κουβάρι στον σιβυλλικό λαβύρινθο. Ιερό ολοκαυτωμάτων. Από τον Μινώταυρο, ένα ιερό δεκάτο.
Ο βασιλιάς της Αθήνας, γιος του Αιγέα και της Αίθρας, τον σκότωσε. Πίσω τους, το περιτειχισμένο μεσοστόνιο βροντάει.
Μάταιες λεπτότητες του έρωτα του Θησέα. Στη Νάξο, ο Αθηναίος ήρωας εγκαταλείπει την όμορφη Αριάδνη.
Και στις ακτές της κοιμάται. Ένα μαργαριτάρι για κάποιον που δεν έχει. Μια ξαφνική κραυγή που ψελλίζει ο Διόνυσος.
Όλα πάνω της φαίνονται τρυφερά. Η Αριάδνη, μελωμένη φωτιά, μπροστά στην απλωμένη χαίτη των γαλήνιων κυμάτων.
Οι ρήτορες τραγουδούν. Παραληρηματική ευκολία όλων των γοητειών. Απαλλαγμένη από το μυστήριο της υποτέλειάς της.
Μπροστά στον Διόνυσο, τον θεό του αιθυλίου, ακόλαστο εγγυητή της Νάξου, η κόρη του Μίνωα προσκύνησε κλαίγοντας.
Αχ, ανεκμετάλλευτη χαρά των νέων αρωμάτων! Και εκεί την αποπλάνησε, σαν ένα γαλάζιο, λαχταριστό αστέρι.
Νάξος, πρασινωπό λινό τουρμπάνι, καταβροχθισμένο από τον πυρσό του ήλιου. Κύμα που εκστομίζει την τελευταία του κραυγή.
Τέλος αυτός ο κύκλος. Μήτρα και αθάνατη ηρεμία δύο εραστών. Πεδίο της λήθης. Άρπα του τραγουδιού μου.
++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++++













